Читать книгу Русско-древнегреческий словарь онлайн

3 страница из 5

  • Галилея – ή Γαλιλαία
  • где – δπου
  • где? – πού
  • геометр – ὁ γεωµέτρης, ου
  • германский – Γερµανικός, ή, όν
  • Геродот – ὁ Ἡρόδοτος, ου
  • герой – ὁ ἥρως
  • гибну – άπολλύω
  • гигант – ὁ γί ας, αντος
  • гимн – ὁ ὕµνος, ου
  • гимнастический – γυµνικός, ή, όν
  • глаз – ὁ ὀφθαλµός, οῦ
  • глина – ὁ κέραµος, ου
  • гневаться – ὀργίζοµαι
  • говорил (3 л. ед. ч) – ἔφη
  • говорить – λέγω
  • говорю – λέγω \ λαλέω \ φηµί
  • год – τό έτος \ έτους \ ὁ ἐνιαυτός, οῦ
  • голос – ἡ φωνή, ῆς
  • голый – γυµνός, ή, όν
  • гоню – διώκω
  • гоплит – ὁ ὁπλίτης, ου
  • гора – τό όρος, \ όρους
  • горе – ἡ λύπη, ης
  • горло – αὐχήν
  • горловина – τὸ στόµιον, ου
  • горный – ὀρεινός, ή, όν
  • город – ἡ πόλις, εως
  • город – τὸ ἄστυ, εως
  • господин – ό δεσπότης \ ὁ κύριος ου
  • Господь – ό κύριος
  • госпожа – ἡ δέσποινᾰ, ης
  • гостеприимный – εὔ-ξεινος, ον
  • гость – ὁ ξένος, ου
  • государственный деятель – ὁ πολιτικός, οῦ
  • государственный строй – ἡ πολιτεία, ας
  • Государство – ἡ πολιτεία, ας
  • готовить – σκευάζω
  • готовлю – έτοιμάζω
  • готовый – ἕτοιµος, η, ον
  • грабитель – λῃστής
  • гражданин – ὁ πολίτης, ου
  • граница (территориальная) – καταλῆγον
  • граница (правовая) – ἀμμορία
  • грех – άμαρτία, ή
  • Греция – ἡ Ἑλλάς, άδος
  • Греческий – Ἑλληνικός (ή, όν)
  • грешная – άμαρτωλή
  • грешное – άμαρτωλόν
  • грешный – άμαρτωλός
  • грешу – άμαρτάνω
  • гроб – τό μνημεΐον
  • гробница – τό μνημεΐον
  • грызть – δάκνω
  • губить – δια-φθείρω
Правообладателям