Читать книгу Русско-древнегреческий словарь онлайн

4 страница из 5

  • давать – παρέχω
  • давить – πιέζω
  • давно – πάλαι
  • даже – γε
  • даже не – μηδέ \ ούδέ
  • дар – ἡ δόσις, \ δόσεως \ τὸ δῶρον, ου
  • даю – δίδωμι
  • даяние – δόσις, εως
  • два – δύο
  • дверь – ἡ θύρα, ᾱς
  • дворец царя – τὰ βασίλεια, ων
  • дева – ἡ παρθένος, ου
  • девушка – ἡ κόρη, ης \ ἡ παρθένος, ου
  • делать – ποιέω \ πράττω
  • делать приятное – χαρίζοµαι
  • делаю – ποιέω
  • делаюсь – γίνομαι (dep.) + Nom
  • делающий по собственной воле – ἑκών, οῦσα, όν
  • делающий против воли – ἄκων, ἄκουσα, ἆκον
  • дело – τὸ ἔργον, ου \ τὸ πρᾶγµα, πρᾶγατος \ τὸ χρῆµα, χρῆατος,
  • дело в том, что (как частица) – γάρ
  • дельфийский – ∆ελφικός, ή, όν
  • дельфин – ὁ δελφίς, ῖνος
  • Дельфы – οἱ ∆ελφοί, ῶν
  • демократия – ἡ δηµοκρατία, ας
  • демон – τό δαιμόνιον
  • день ἡ ἡµέρα, ας
  • деньги – τὰ χρήµατα, ων
  • дерево – τὸ δένδρον, ου
  • деревянный – ξύλινος, η, ον
  • держу – τηρέω
  • дерзость – ἡ ὕβρις, εως
  • десятый – δέκατος, η, ον
  • десять – δέκα
  • дешевый – εὐτελής, ές
  • дивлюсь – θαυμάζω
  • дикий – ἄγριος (ᾱ, ον)
  • дитя – τὸ τέκνον, ου \ τό παιδίον
  • длина – τὸ µῆκος, ους
  • доблесть – ἡ ἀρετή, ῆς
  • добрая – άγαθή
  • добродетель – ἡ ἀρετή, ῆς
  • доброе – άγαθόν
  • добрая – ἀγαθή
  • доброе -ἀγαθόν
  • добрый – ἀγαθός
  • доверять – πιστεύω
  • довольно – ἅλις
  • дозволено – έξεστι (ν) + Dat
  • должно – χρή, πρέπει
  • дом – ὁ οἶκος, ου
  • домой – οἴκαδε
  • допрашиваю – έπερωτάω
  • дориец – ὁ ∆ωριεύς, έως
  • дорийский – ∆ωρικός, ή, όν
  • дорога – ἡ ὁδός, οῦ
  • досаждать – βιάζοµαι
  • доска – ὁ πίναξ, ακος
  • доставлять – κοµίζω \ παρέχω \ πορίζω
  • доставлять себе – πορίζοµαι
  • достаточно – ἅλις
  • достаточный – ικανός
  • достойный – ἄξιος, ᾱ, ον \ ικανός
  • доход – τὸ κέρδος, ους
  • дочь – ἡ θυγάτηρ, \ θυγάτρός \ ἡ κόρη, ης
  • дракон – ὁ δράκων, οντος
  • древний – ἀρχαῖος, α, ον \ παλαιός, ά, όν
  • друг – ὁ φίλος, ου
  • друг друга – ἀλλήλων, οις, ους
  • другая – άλλη \ έτερα
  • другое – έτερον \ άλλо
  • другой – ἄλλος, έτερος
  • дух πνεύμα, πνεύματος, τό
  • душа – ἡ ψυχή, ῆς
  • думать – διανοέομαι
Правообладателям